ὁλοτελῶς

ὁλοτελῶς
ὁλοτελῶς adv. of ὁλοτελής (Petosiris, Fgm. 21 ln. 260; Peripl. Eryth. 30; Vett. Val. 155, 3; Dt 13:16 [17] Aq.) wholly, altogether μετανοεῖν repent fully Hv 3, 13, 4a.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ολοτελώς — (ΑΜ ὁλοτελῶς) επίρρ. βλ. ολοτελής …   Dictionary of Greek

  • ὁλοτελῶς — ὁλοτελής quite complete adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολοτελής — ές (ΑΜ ὁλοτελής, ές) πλήρης, τέλειος, εντελής. επίρρ... ολοτελώς (ΑΜ ὁλοτελῶς) καθ ολοκληρίαν, εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + τελής (< τέλος), πρβλ. νεο τελής] …   Dictionary of Greek

  • вьсеконьчьнеѥ — (1*) нар. Полностью, всецело: Дадимъ что ѹбо прочее сами себе бра(т)е. всеконечнее молю вы сѩ на предлежащее. б҃видѣнье ѹскоримъ подвигнутисѩ. (ὁλοτελῶς) ФСт XIV, 183а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ολότελα — επίρρ. 1. εντελώς, καθ ολοκληρίαν 2. φρ. «απ το ολότελα καλή κι η Παναγιώταινα» αν κάποιος δεν μπορεί να επιτύχει το επιθυμητό, πρέπει να αρκείται στο εφικτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολοτελώς, κατά τα επιρρ. σε α] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”